κόπρισμα

κόπρισμα
το [κοπρίζω]
1. η κόπριση, η λίπανση τής γης με κοπριά
2. η αποπάτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόπρισμα — το, ατος η λίπανση του εδάφους με κοπριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπροσύνη — κοπροσύνη, ἡ (Α) [κόπρος (Ι)] πάπ. η λίπανση τής γης με κοπριά, το κόπρισμα …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

  • κόπρωσις — κόπρωσις, ἡ (Α) [κοπρώ] η λίπανση τής γης, το κόπρισμα …   Dictionary of Greek

  • φούσκισμα — το, ατος λίπανση της γης με φουσκί (βλ. λ.), με κοπρόχωμα, κόπρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”